Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



σύζυγος, ὁ, ἡ


Ερμηνεία:

[ο ή η νόμιμος σύντροφος που καθορίζεται με το γάμο]



Ετυμολογία:

[< συν + (Όμηρ.) ζυγός < (Όμηρ.) ζέύγνυμι < ζεύω][Καινή Διαθήκη: Απ. Παύλος επιστ. Προς Φιλιππισσίους 4,3]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

…ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃἐπὶ τῆς χιόνος… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: